- вексель
- το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήаннулировать - ακυρώνω το -выдача - я έκδοση του - ουдата выпуска - я ημερομηνία έκδοσης του-ουдержатель - я κάτοχος του - ουоплата-я πληρωμή του - ουплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτιαпоручитель по - юεγγυητής του - ου- просрочен - έχει λύξει-, срок платежа по которому наступает через ...месяцев - , πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από ...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργουторг. о προκαταβολικός λογαριασμόςакцептованный - (απο)δεκτό --акцептованный банком - αποδεκτό από τηντράπεζαакцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαбланковый - η συναλλαγματική εν λευκώдомицилированный - η συναλλαγματική μη αναφέρουσα τον τόπο πληρωμήςзаграничный - η συναλλαγματική εξωτερικούкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)- к оплате η συναλλαγματική προςεξαργύρωση/πληρωμήкраткосрочный - ηβραχυπρόθεσμη συναλλαγματική- на предъявителя - στον κομιστή-не могущийбыть переданным η μη μεταβιβάσιμη συναλλαγματικήоборотный - η μεταβιβάσιμησυναλλαγματικήпереводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом - , η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский - , πληρωτέο με την εμφάνιση τουпроцентный - έντοκο -- с оплатой по предъявлении - см. предъявительский -срочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουторговый - εμπορικής συναλλαγής
Русско-греческий словарь научных и технических терминов. Кефалиду-Павли Мария. 2009.